Μακρυνόρος: «Θερμοπύλες» και «κλειδί» της Δυτικής Ελλάδος

Μακρυνόρος: «Θερμοπύλες» και «κλειδί» της Δυτικής Ελλάδος

Νίκος Τέλωνας, συγγραφέας, πρώην Δήμαρχος Αμφιλοχίας

22/5/2021

 

Τον Ιούλιο του 1815, ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ, πεζοπορώντας από την Άρτα προς τον Βάλτο, όταν εισήλθε στο αδιαπέραστο και σκοτεινό δάσος του Μακρυνόρους, ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά και σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Αφήσαμε πίσω μας έναν τόπο ήσυχο και ανθηρό, για να μπούμε σε μια έρημο παραδομένη στους λύκους…Προχωρήσαμε σ’ένα τρομερά πυκνό και σκοτεινό δάσος, εμποδισμένοι από κορμούς δέντρων πεσμένων χάμω. Τα κλαδιά των δέντρων είχαν μπλέξει μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, που είμαστε υποχρεωμένοι να σκύβουμε πάνω στ’ άλογά μας για να περάσουμε»[1].

Περιγραφή της ίδιας πορείας μας δίνεται δέκα πέντε χρόνια αργότερα από τον Σκωτσέζο συνταγματάρχη David Urguhart, που το ημερολόγιό του εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1838: «…ο δρόμος αρχικά περνούσε μέσα από χαμηλή θαμνώδη βλάστηση, μυρτιές, δαφνοκέρασα, βάτα, ψηλά ρείκια, αγκάθια και παλιούρια, ένα είδος θάμνου φορτωμένο με μακριά λεπτά κλαδιά, οπλισμένα με σκληρά αγκάθια, τελείως απροσπέλαστο, που πλεκόταν με τους άλλους θάμνους δημιουργώντας μια αδιαπέραστη μάζα. Αυτά τα αγκάθια είναι η δύναμη του Μακρυνόρους. Το μονοπάτι έμοιαζε με αψιδωτό πέρασμα μέσα από τους θάμνους και το διασχίσαμε σχεδόν διπλωμένοι στα δύο πάνω στ’ άλογά μας»[2].

Την ίδια πορεία διήνυσε –αλλά αντίστροφα από τη Βλύχα προς την έξοδο του Μακρυνόρους- και ο Άγγλος περιηγητής Γουλιέλμος Λήκ σημειώνοντας: «Εκείθεν του κάμπου της Βλύχας αρχίζει το Μακρυνόρος, βουνό πυκνά δασωμένο, που πέφτει απότομα στην ακτή του κόλπου (Αμβρακικός). Ο δρόμος κατά μήκος της πλαγιάς, που λέγουν ότι είναι τρεις ώρες, σχηματίζει δίοδο ομοιάζουσα με τις «πύλες της Συρίας». Ο Βάλτος, καίτοι η πραγματική έννοια του ονόματος είναι έλος, λέγεται ονομάστηκε έτσι ως αποτελούμενος κατά το μεγαλύτερο μέρος του από δασώδη ερημιά»[3].

Αυτή η δασώδης ερημιά, συνδυασμένη και με την αγριότητα του όλου τοπίου, αποτελούν περιγραφές που απαντώνται σε όλα σχεδόν τα σχετικά κείμενα των ιστορικών πηγών, που μέχρι σήμερα στάθηκε κατορθωτό να ερευνήσουμε. Τόσο δασωμένος περιγράφεται ο τόπος του Μακρυνόρους, που και αυτοί οι θάμνοι ακόμα από τα ρείκια «φτάνουν σε ύψη πολλαπλάσια του ανθρώπου και σχηματίζουν ένα αδιαπέραστο σύνολο βλάστησης»[4].

Αυτή την ιδιαίτερα τραχιά περιοχή-της μετέπειτα επαρχίας Βάλτου- με τα πυκνά, αδιαπέραστα δάση και τις βαθειές και πολυδαίδαλες χαράδρες, διασχίζει η οροσειρά του Μακρυνόρους (υψόμετρο 975 μέτρα) η οποία αρχίζει από το νότιο τμήμα του νομού Άρτας και καταλήγει στα ερείπια του Αμφιλοχικού Άργους, πρωτεύουσας της χώρας των αρχαίων Αμφιλόχων.

Ήταν στους πάντες γνωστό, από τη βαθειά αρχαιότητα μέχρι και τον τελευταίο πόλεμο του 1940, πως οι από Βορρά προς την Δυτική Ελλάδα κατερχόμενοι εχθρικοί στρατοί ήταν υποχρεωμένοι να διέλθουν μέσα από την στενωπό που σχημάτιζε αυτό το βουνό στη θέση «Λαγκάδα», θέση αποκαλούμενη και «Δυτικές Θερμοπύλες» επειδή κατέχει θέση αντίστοιχη των Ανατολικών Θερμοπυλών. Αν για οποιονδήποτε λόγο κατόρθωναν να περάσουν αυτό το στένωμα –επιχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο – τότε το έσχατο σημείο αντίστασης ήταν η θέση που βρίσκεται κτισμένη η σημερινή Αμφιλοχία –στενωπός και αυτή – η οποία συναντάται και με το πολύ ποιητικό και ελάχιστα γνωστό όνομα «Χαλκαί πύλαι». Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας η θέση αυτή είναι γνωστή ως «δερβένι του Καρβασαρά» όπου ισχυρή τουρκική φρουρά που διέμενε εντός των τειχών της αρχαίας Λιμναίας διασφάλιζε τη διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Αν οι εχθροί κατόρθωναν να περάσουν και αυτή την ορμητήρια στρατιωτική στενωπό, τη σχετιζόμενη άρρηκτα «με την κατοχή του υπερκείμενου Μακρυνόρους και της πολύ σημαντικής θέσης «Λαγκάδα» από όπου το υποχρεωτικό πέρασμα προς την Βόρεια είσοδο των «Ακαρνανικών Θερμοπυλών»[5] τότε εύκολα ξεχύνονταν στον Βραχωρίτικο κάμπο, όπου ήταν, όχι απλώς δύσκολο, αλλά σχεδόν ακατόρθωτο να αναχαιτιστούν.

Από τα έως εδώ, συνάγεται ότι σε κάθε επικείμενο κίνδυνο, προαπαιτούμενη ενέργεια ήταν η κατάληψη του Μακρυνόρους και των διαβάσεών του, προκειμένου να καταστούν αδιόδευτες οι προς νότον εχθρικές εισβολές. Γι’αυτό και σε πλήθος εγγράφων της περιόδου 1821-1831 είναι διάχυτος η αγωνία των υπευθύνων τόσο περί της ασφαλούς φυλάξεώς του –από τις Ελληνικές δυνάμεις-, όσο και το αν ο χώρος αυτός θα περιέλθει εντός των ορίων του νέου Ελληνικού κράτους, προκειμένου η χώρα να έχει το προτέρημα «συνόρων ευφυλάκτων».

Όσες φορές οι αγωνιστές, ομονοούντες υπερασπίστηκαν τη σημαντική αυτή θέση, τα αποτελέσματα ήταν ευεργετικά, όχι μόνο για την Δυτική Ελλάδα, αλλά για την όλη έκβαση του απελευθερωτικού αγώνα. Αντίθετα, κάθε φορά που οι μεταξύ τους έριδες, οι διαιρέσεις, οι αστοχίες και τα αγεφύρωτα μίση –όπως κατά την κάθοδο του Κιουταχή προς πολιορκία του Μεσολογγίου- τους οδήγησαν σε αντεθνική αδιαφορία, τότε τα αποτελέσματα ήταν τραγικά και ολέθρια.

Το έτος 1729 –κατά τον Αραβαντινό- πολιτικός, εκ της Άρκτου δάκτυλος, έσπειρε μεταξύ των αρματολών της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, σπόρον ανταρσίας κατά της Οθωμανικής κυβερνήσεως η οποία εξερράγη το επόμενο έτος 1730. Τότε οι αρματολοί του Βάλτου έπιασαν το Μακρυνόρος και κάθε διάβαση και συγκοινωνία της Ακαρνανίας μετά των προς δυσμάς επαρχιών έπαυσε. Μετά από αυτή την «ανταρσία» η Οθωμανική κυβέρνηση απαγόρευσε την οπλοφορία παντός χριστιανού «υποχρεομένου εις το εξής εκάστου οικογενειάρχου, να χορηγή εις χρήσιν της Κυβερνήσεως εν τυφέκιον, εν σπαθίον, εν ζεύγος πιστόλων και μίαν φυσεκοθήκην (παλάσκαν)»[6].

Το 1768, με την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου, αναπτερώθηκαν και οι ελπίδες των σκλαβωμένων Ελλήνων για λευτεριά, αλλά παρά τα μεγάλα λόγια για ισχυρή βοήθεια και συμπαράσταση εκ μέρους των Ρώσων, μας έστειλαν τελικά δέκα πλοία και αυτά με λειψά πληρώματα. Παρά τούτα ο πρωτοκαπετάνιος του Βάλτου Σταθάς, με ενόπλους από τα χωριά Δούνιστα, Σακαρέτσι και Χαλκιοπούλους, αφού εξόντωσαν τους Τούρκους της περιοχής έπιασαν τα στενά του Μακρυνόρους, προκειμένου να εμποδίσουν την όποια κάθοδο εχθρικών δυνάμεων. Για λόγους όμως αδιευκρίνιστους εγκατέλειψαν τη σημαντική αυτή θέση και τραβήχτηκαν προς την περιοχή της Σταμνάς, όπου είχαν συγκεντρωθεί και άλλες ελληνικές δυνάμεις. Παρ΄ότι εκείνη η επανάσταση έλαβε μεγάλη έκταση και έλαβαν χώρα κορυφαία πολεμικά γεγονότα, δυστυχώς όλα κατέληξαν σε αληθινή τραγωδία. Η εγκατάλειψη τότε των στενών του Μακρυνόρους σίγουρα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον αποτυχημένο εκείνο ξεσηκωμό.

Τους πρώτους μήνες μετά την κήρυξη της επανάστασης, οι τουρκικές δυνάμεις της Ηπείρου, κινητοποιήθηκαν με σκοπό να προλάβουν με κάθε τρόπο την εξάπλωσή της. Στα τέλη Μαΐου 1821, ο Χουρσίτ πασάς διέταξε τον επίλεκτο Ισμαήλ Πλιάσσα να ξεκινήσει το γρηγορότερο για το Βραχώρι, προκειμένου να ενισχύσει τις τουρκικές δυνάμεις που είχαν περιέλθει σε δεινή θέση. Εκ μέρους τότε των Ελλήνων οπλαρχηγών έγινε μια κινητοποίηση με σκοπό να μετακινηθούν προς το Μακρυνόρος για να εμποδίσουν την κάθοδο του Ισμαήλ. Οι περισσότεροι όμως από αυτούς δεν μπόρεσαν να φτάσουν στη θέση αυτή, εκτός του Ανδρέα Ίσκου και του Γιώργου Βαρνακιώτη, αλλά και αυτοί με ελάχιστες δυνάμεις.

Παρ’ όλα αυτά, αφού άφησαν τους Τούρκους να προχωρήσουν στα βαθύτερα της περιοχής, τους επιτέθηκαν με αποτέλεσμα να κερδίσουν την πρώτη νίκη τους. Οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν με σκοπό να συγκεντρώσουν μεγαλύτερες δυνάμεις προκειμένου να διασπάσουν τον ελληνικό κλοιό. Και πράγματι συγκεντρώθηκαν στην Άρτα 4.000 άνδρες από τα σώματα του Αχμέτ Πασά Βρυώνη, του Χασάν Μπέη, του Μπεκήρ Τζογαδόρου, του Μαξούτ Αγά και του Μουσταφά Αυλωνιάτη υπό τη γενική διοίκηση του Ισμαήλ πασά Πλιάσσα. Είχαν όμως ενισχυθεί και οι δικές μας δυνάμεις στο Μακρυνόρος καθ’ όσον μετά την πρώτη μάχη κατέφθασαν ο Γώγο Μπακόλας, ο Αναγνώστης Καραγιάννης, ο Γιαννάκης Κουτελίδας, ο Γιωργάκης Βαλτινός και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης· όλοι όμως μαζί δεν ξεπερνούσαν τους 250. Μέχρι να συγκροτηθεί το Τουρκικό στράτευμα ακολούθησαν άλλες δύο μικρές μάχες μία στις 30 Μαϊου και η άλλη στις 8 Ιουνίου.

Ο κύριος όγκος του Τουρκικού στρατεύματος κίνησε στις 17 Ιουνίου. Οι επαναστάτες  είχαν κλείσει τα μονοπάτια με μεγάλες πέτρες και κορμούς δένδρων και περίμεναν. Μόλις τους είδαν να πλησιάζουν – πρωϊ της 18ης Ιουνίου – κινούμενοι προς τη Λαγκάδα τους άνοιξαν φωτιά. Οι Τούρκοι έπεφταν πάνω τους κατά κύματα και θερίζονταν κυριολεκτικά από τους αμυνόμενους Έλληνες που έμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους. Ο Ισμαήλ, σαν κατάλαβε πως δεν γινόταν να διαρρήξει εύκολα τούτο το δυνατό μέτωπο και θα κινδύνευε αν συνέχιζε να αποδεκατισθεί, υποχώρησε ταπεινωμένος[7].

Η σημαντική εκείνη απόκρουση ήταν σπουδαίο κατόρθωμα όχι μόνο για την εδώ περιοχή αλλά για ολόκληρο τον απελευθερωτικό αγώνα της Ελλάδος όπως πολύ περιεκτικά το αναφέρει ο Χέρτσβεργ : «Δια της ασφαλούς φυλάξεως του Μακρυνόρους όπερ οι Οθωμανοί δεν διέβησαν πλέον ή παρέλθη έτος, ο επαναστατικός αγών πολλάς  ηρύσατο ωφελείας· ού μονον η Ρούμελη εφρουρήθη εκ τούτου αλλά και η του Χουρσίτ μετά της Πελοποννήσου συγκοινωνία κατέστη λίαν δυσχερής»[8].

Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, που τα απομνημονεύματά του δεν αποτελούν απλώς παράθεση πολιτικών και ιστορικών γεγονότων, αλλά πραγματική κατάθεση ψυχής, είχε κατανοήσει όσο ελάχιστοι τα ευεργετικά αποτελέσματα αυτής της μάχης, που συνέτεινε κυριολεκτικά στο στέργιωμα της όλης επανάστασης, όσο και την ανυπολόγιστη στρατηγική σημασία του Μακρυνόρους, εφόσον βέβαια η θέση αυτή θα παρέμεινε ασφαλισμένη, διά της συνεχούς εκεί παρουσίας Ελλήνων αγωνιστών και με αυτά κατά νουν έγραφε: «Πατρίς, να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνου οπού πρωτοθυσιάστηκαν, οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα, το Μακρυνόρος, οπού οι θέσεις αυτές είναι τα κλειδιά σου. Ένα η πόρτα του Μακρυνόρους και το άλλο των Θερμοπυλών» γιατί «αν διάβαιναν αυτήνη η τουρκιά τότε…θα λευθέρωνε όλους τους πολιορκημένους» Καθ΄όλη τη διάρκεια του Ιερού αγώνα, σε πολιτικούς και στρατιωτικούς είχε παγιωθεί κοινή αντίληψη για την προτερηματική θέση του Μακρυνόρους, όπως αυτό φαίνεται από ένα έγγραφο που έστειλε ο Μαυροκορδάτος στον Γιαννάκη Ράγκο –μετά τη μοιραία μάχη του Πέτα- όπου μεταξύ άλλων έγραφε: «Οι Βαλτινοί όταν θελήσουν δεν αφήνουν τον Ματρούσι Αγά και τον Βεΐζη να περάση το Μακρυνόρος. Κάμε λοιπόν κάθε τρόπο να καταπείσης τους Βαλτινούς να κρατήσουν την Λαγκάδα, το οποίον είναι το κυριώτερον»[9].

Τότε που ο Μαυροκορδάτος έστελνε αυτό το γράμμα, ο νικητής και τροπαιούχος της μάχης του Πέτα, Κιουταχής, ετοιμαζόταν να εισβάλει στο Κάρλελι (Αιτωλία και Ακαρνανία) εκεί δηλαδή που για ένα χρόνο μετά τη νικηφόρα μάχη των Ελλήνων στο Μακρυνόρος δε διανοήθηκε ούτε να ξανακοιτάξει. Δυστυχώς τότε, οι οπλαρχηγοί έδειξαν μεγάλη απροθυμία και αντί της φύλαξης του Μακρυνόρους, μόνης συνετής και πατριωτικής ενέργειας, επιλέχτηκαν τα λεγόμενα «καπάκια» με τον Ομέρ Βρυώνη, που απειλούσε ότι θα εισέρχονταν και αυτός στο Κάρλελι «με το σπαθί και με το δαυλί» και οι Έλληνες να είχαν το κρίμα για ό,τι θα επακολουθούσε. Έτσι, ο εχθρός πέρασε τότε ανενόχλητος και έφτασε στο Μεσολόγγι, που το κράτησε πολιορκημένο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του 1822.

Την άνοιξη του 1825, ο Ρούμελι –τώρα- Βαλεσί Ρεσίτ Μεχμέτ Κιουταχής ήταν πανέτοιμος για να εισέλθει και πάλι στο Κάρλελι με σκοπό  να πολιορκήσει για μια ακόμα φορά το μαρτυρικό Μεσολόγγι. Τρόμος επικράτησε τότε στο άκουσμα και μόνο της πανστρατιάς που κατέβαινε σαν το ορμητικό ποτάμι, παρασύροντας στο διάβα του, ό, τι στεκόταν μπροστά του. Έτσι, όσοι είχαν διαταχθεί να φυλάξουν τις θέσεις του Μακρυνόρους και του Καρβασαρά σκόρπισαν, με τη σκέψη ότι θα ήταν ανώφελο να αντισταθούν σε μια τόσο μεγάλη εχρική δύναμη. Κι όμως, πριν λίγες μέρες, μια χούφτα αποφασισμένων Βαλτινών, υπό τις οδηγίες του Γιαννάκη Στράτου, είχε κατορθώσει και να διαψεύσει τους φόβους περί ενός αήττητου στρατού και να καταδείξει συνάμα το τι μεγάλος χαλασμός θα μπορούσε να επέλθει στο εχθρικό στράτευμα, αν οι δικοί μας είχαν φροντίσει να θωρακίσουν όπως έπρεπε τότε το Μακρυνόρος. Οι λίγοι με το Γιαννάκη Στράτο είχαν πιάσει τη σημαντική θέση «Παλιοκούλια» όπου στις 14 Μαρτίου 1825, ξεπρόβαλε μια εμπροσθοφυλακή του εχθρού, η οποία αμέσως δέχτηκε από τους υπερασπιστές εκείνης της θέσης δυνατό χτύπημα, που τους υποχρέωσε σε άτακτη οπισθοχώρηση. Την άλλη μέρα, κατέφτασε εκεί μεγάλη δύναμη από χίλιους ιππείς και άλλους τόσους πεζούς. Όλοι εκείνοι έπεσαν κατ’επάνω τους, αλλά δεν κατόρθωσαν να τους βλάψουν «δυο γιουρούσια έκαμον και δεν εμπόρεσαν να μας χαλάσουν, επειδή και είναι λόγγος και δεν ημπόρεσαν να διαβούν και εβαρέσαμεν και μερικούς, όμως δεν τους επήραμεν (κυνηγήσαμε) επειδή και ήταν καβάλλα πολλοί, οι οποίοι ήλθαν να καταπατήσουν τον τόπο. Και αν ήθελε προπήσει το στράτευμα, οπού ήτο εις το μοναστήρι Αρέθα, ήθελε τους κάμωμεν μεγάλον χαλασμόν. Όμως με το σώμα μου έμεινα μοναχά και πάλιν τους εχάλασα και πάλιν ντροπιασμένοι έφυγαν…»[10].

Και μόνο από αυτά τα λίγα που έγραψε ο Βαλτινός αγωνιστής βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα για το τι σήμαινε για όλους, Έλληνες και Τούρκους, η προτερηματική θέση του Μακρυνόρους, όπου και μια μόνο χούφτα αγωνιστών κατόρθωσε να αναχαιτίσει δύναμη εκ δύο χιλιάδων ιππέων και πεζών.

Η ανυπολόγιστη όμως αξία της σημαντικής αυτής θέσης, αναδύεται ευκρινέστερα μέσα από τα σωζόμενα πρωτογενή κείμενα της χρονικής περιόδου 1828-1832, κατά την οποία διεξάγονταν αγώνες ακατάπαυστα, για την απελευθέρωση της Δυτικής Ελλάδας και τον προσδιορισμό των συνόρων της. Ευχής έργο ήταν η διάσωση –από τον ιστοριοδίφη Γιάννη Βλαχογιάννη- μέρους του ανυπολόγιστου αξίας Καποδιστριακού Αρχείου, το οποίο μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτου «επωλείτο αφόβως εν τοις οδοίς υπό των κλητήρων» και στοιβαζόταν μαζί με άλλα πεταμένα παλιόχαρτα «εν ταις αποθήκαις αχρήστου χάρτου του εν Φαλλήρω χαρτοποιείου»[11].

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, στους τρεις μήνες αφ’ότου ανέλαβε τα καθήκοντα του ως Κυβερνήτης της χώρας ο Ιωάννης Καποδιστρίας, έφτασε και το ευχάριστο μήνυμα. Αυτό που αποτελούσε από την αρχή της ελληνικής επανάστασης μεγάλη προσδοκία γινόταν τώρα πραγματικότητα. Στις 14 Απριλίου 1828 ο αυτοκράτορας της Ρωσίας Νικόλαος ο Α΄ κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Και ήταν ο πόλεμος εκείνος σταθμός αποφασιστικός, προκειμένου να συντονιστούν όλες οι επιχειρήσεις και να διωχτεί ο εχθρός από το εθνικό έδαφος. Ο Καποδίστριας θεώρησε την έναρξη αυτού του πολέμου ως «γενναία επικυρία εις την Ελλάδα» και ήταν σίγουρος ότι η Τουρκία, με τη νέα τούτη δυσάρεστη εμπλοκή δεν είχε άλλα περιθώρια παρά να δεχτεί να συζητήσει τη διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος. Το σχέδιο ανάκτησης της Στερεάς έμπαινε πλέον στον οριστικό του δρόμο και γι’αυτόν ακριβώς το λόγο η Ελλάδα το ταχύτερο έπρεπε να έχει στρατιωτική κατοχή των εδαφών τα οποία διεκδικούσε[12].

Δυστυχώς όμως για την περίοδο που αναφερόμαστε, το Μακρυνόρος βρισκόταν υπό τουρκική κυριαρχία, και κάποιοι δεν δίστασαν να κατηγορήσουν τον Καποδίστρια σαν αδιάφορο όχι μόνο για τη σημαντική αυτή θέση, αλλά και για την τύχη της Στερεάς γενικότερα: «Η μη κατοχή του Μακρυνόρους δι’ ου οι Τούρκοι είχαν την ευκολίαν να επισιτίζωσι το Μεσολόγγι και την Ναύπακτον διήγειρεν γενική δυσφορίαν κατά του Κυβερνήτου ως αδιάφορου τάχα περί της τύχης της Στερεάς». Δεν είχαν όμως δίκιο. Ο κυβερνήτης όχι μόνο ενδιαφέρθηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή  που ανέλαβε τη διακυβέρνηση του αμφισβητήσιμου ακόμα ελληνικού κράτους αλλά η ελληνική κατοχή του Μακρυνόρους του είχε γίνει, θα λέγαμε, έμμονη ιδέα. Η επιθυμία του ήταν να «εξώση πάντας τους Τούρκους και να κατάσχει οπωσούν ασφαλώς την μεθόριον γραμμήν του Μακρυνόρους μέχρι του Βόλου»[13].

Σε επιστολή του προς τον Ριχάρδο Τσώρτς – τον οποίο η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας είχε επιλέξει ως Αρχιστράτηγο των Ελληνικών Στρατευμάτων – ο ίδιος χαρακτηρίζει το Μακρυνόρος ως το «κλειδίον της Δυτικής Ελλάδος» που, χωρίς αυτό, ήταν δύσκολο να θεωρούνται ως ασφαλείς και οι πιο οχυρωμένες ακόμα στρατηγικές θέσεις της εσώτερης Ακαρνανίας.

Αλληλογραφεί – για τον ίδιο σκοπό- με τον καπετάνιο του Βάλτου Ανδρέα Ίσκο, ο οποίος καθ’όλη εκείνη την περίοδο ταλαντεύονταν. Ο φόβος του μήπως ο Βάλτος μείνει εκτός των Ελληνικών συνόρων – οπότε ήταν υποχρεωμένος να ζήσει μέσα στο «τούρκικο» – δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Έτσι αντί να παρουσιαστεί στο εθνικό στρατόπεδο και να τεθεί κάτω από τις διαταγές της κυβέρνησης, παρέμενε στο Βάλτο, ζυγίζοντας την όλη κατάσταση. Ήταν όμως γνωστό πως το όνομα του Ίσκου βάραινε ιδιαίτερα σε όλη τη Δυτική Ελλάδα και όλοι πίστευαν ότι, χωρίς τη δική του ενεργό συμμετοχή, ο αγώνας για την απελευθέρωση αυτής της περιοχής δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί.

Ο Καποδίστριας  ήταν καλά ενημερωμένος για όλα όσα συνέβαιναν τότε στη Δυτική Ελλάδα, όπως αυτό καθαρά συμπεραίνεται από τις επιστολές που έστειλε ο Τσώρτς και στον Υψηλάντη. Στις 14 Οκτωβρίου 1828 στην προς τον Ριχάρδο Τσώρτς επιστολή του έγραφε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Σας διακοινώ κ. Στρατηγέ αντίγραφον του τε γράμματος ό μοι απέτεινεν ο καπετάν Ίσκος και της αποκρίσεως ήν του έπεμψα δια των πιστών του ανθρώπων. Και φαίνεται αναμφίβολον ότι αυτός μετά της δυνάμεώς του μέλει να μας δώση την θέσιν του Μακρυνόρους εάν δεν παραπέσωσιν αντιλογισμοί ατομικοί και κρατήσωσι ή περιπλέξωσι την υπόθεσιν (…) κρίνατε και διαθέσατε πάντα οία δει, όπως ο καπετάν Ίσκος μη εύρη εμπόδια εις τα κινήματά του, διότι το κέρδος (της απόκτησης του Μακρυνόρους) είναι μέγα. Η κυβέρνησις εις την ημετέραν φρόνησιν παραθέτει κ. Στρατηγέ την αισίαν διεκπαιρέωσιν της προκειμένης μεγάλης χρείας»[14].

Λίγες μέρες αργότερα (21 Οκτωβρίου 1828) στέλνει επιστολή και στον στρατηγό Υψηλάντη προτρέποντάς τον να βιαστεί και να στείλει το ταχύτερο βοήθεια στη Δυτική Ελλάδα όπου: «κατεπείγον συμφέρον έχομεν την θέσιν του Μακρυνόρους να κερδίσωμεν και εις τούτο αι δυνάμεις αι υπό τον στρατηγόν Τσώρτς δεν αρκώσιν».

Στις 13 Δεκεμβρίου 1828 και ενώ ο Ίσκος ακόμα αμφιταλαντευόταν, στέλνει και άλλη επιστολή στον Τσώρτς, διά της οποίας τον ενημερώνει ότι διέταξε τον Υψηλάντη να στείλει βοήθεια προς ενδυνάμωση του στρατού της Δυτικής Ελλάδος, προκειμένου να βοηθήσουν στην κατάληψη των στενών του Μακρυνόρους, συνάμα δε και συμβουλεύοντάς τον: «προστάξατε αμέσως και τον στρατηγόν Δεντζέλ ίνα κινηθή και συμπράξη εις κατάληψιν του Μακρυνόρους. Η ενεστώσα των τούρκων κατάστασις φαίνεται ευκαιροτάτη, εις επίτευξιν των παρ’ ημων επιχειρουμένων αν μάλιστα τα περιστείλωμεν, ως προείπομεν εις την καταλαβήν των στενοπόρων του Μακρυνόρους»[15].

Την ίδια μέρα στέλνει και δεύτερη επιστολή στον Τσώρτς όπου φανερά καταπτοημένος γράφει: «πόσας αηδείς ασχολίας πρέπει να έχω επάνω μου σας αφήνω στρατηγέ να κρίνετε» και κατευθείαν προσθέτει τα πιο κάτω, ιδιαίτερα για τη θέση του Μακρυνόρους σημαντικά: «Οι αντιπρόσωποι των συμμάχων Αυλών έχουσι την γνώμην ότι η Ελλάς πρέπει να λάβη επί της Στερεάς όρια ισχυρά και ευφύλακτα. Αλλ’ επί του παρόντος δεν δυνάμεθα να είπωμεν εμβεβαίως υπέρ ποίας τινάς οροθετικής γραμμής θέλουσι συνεπιψηφίση αι τρεις Αυλαί. Οφείλομεν δε όμως και μη ειδότες το περί τούτου, να αγνωνισθώμεν εκ παντός τρόπου των εφ’ημιν, να αποκτήσωμεν τάχιον θέσιν τινα προτερηματικήν και ευδόκιμος ανενδότως και συντόνως αγωνιζόμενοι. Αύτη δε είναι η των στενών του Μακρυνόρους. (…) Τούτο λοιπόν το του Μακρυνόρους πρέπει να σπουδάσετε να κατορθώσετε εκ της επιβοηθείας, την οποίαν σας στέλλομεν και κατορθούντες αυτό, στρατηγέ μου, μεγάλη θέλετε προβιβάση το γενναίον έργον, υπέρ του οποίου τόσον εκοπιάσατε»[16].

Η επίσκεψη του Κυβερνήτη Καποδίστρια στη Δυτική Ελλάδα και η συνάντησή του με τον οπλαρχηγό του Ξηρομέρου Γιώργο Βαρνακιώτη, που στάθηκε καθοριστική για την αποσκίρτησή του από τους Τούρκους και την προσχώρησή του στις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, η άρτια οργανωμένη από τον Αρχιστράτηγο Ριχάρδο Τσώρτς εκστρατεία στη Δυτική Ελλάδα, μια περιοχή, που έπρεπε να φαίνεται ότι βρισκόταν σε πολεμικό ξεσηκωμό.

Το ευτύχημα ότι πλησίον του Τσώρτς βρέθηκε τότε ο γενναίος, συνετός και σε όλο το στράτευμα αγαπητός αξιωματικός Ζαν Κρετιέ Λουΐ Δέντζελ, η ανάθεση της αρχηγίας του κατά τη Δυτική Ελλάδα στολίσκου στον Υδραίο πλοίαρχο Αντώνη Κριεζή, που αναπτέρωσε με την παρουσία του τις ελπίδες των κατοίκων της περιοχής και χαλύβδωσε το αγωνιστικό φρόνημα των πληρωμάτων των σκαφών, η τελική απόφαση του Ανδρέα Ίσκου «να ακολουθήση τον δρόμον, τον κεχαραγμένον υπό του καθήκοντος και της φιλοτιμίας» όπως τον προέτρεε στην τελευταία προς αυτού επιστολή του ο Κυβερνήτης της χώρας, και γενικά όλος ο κατά ξηρά και θάλασσα αγώνας –όπως αυτός λεπτομερώς περιγράφεται στο πόνημα «Τα εν Καρβασαρά. Από της ενάρξεως του Ιερού                                                                                                                                                                                                   Αγώνος έως της απολευθερώσεώς του»- είχαν ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση του Μακρυνόρους και του Καρβασαρά, που άνοιξαν τον δρόμο και «απεφάσισαν την πτώσιν του Μεσολογγίου και την ολόκληρον ελευθέρωσιν της Δυτι                                                                                 κής Ελλάδος»[17]. Ωστόσο, μετά την παρέλευση μόλις δύο ετών, η «δηλητηριώδης αγγλική άκανθος» προσπάθησε να ανατρέψει τα συμφωνηθέντα σύνορα, απαιτώντας –για τα δικά της πολιτικά συμφέροντα- τη χάραξη νέων, που θα άφηναν εκτός Ελληνικών ορίων Μακρυνόρος, Βάλτο, Ξηρόμερο και ένα μέρος της Αιτωλίας και των Αγράφων, γεγονός που ξεσήκωσε τους κατοίκους και ετοιμάστηκαν να ξαναπιάσουν τα όπλα και να διεκδικήσουν μαχόμενοι τα δίκαιά της εφόσον –όπως έγραφαν στη διαμαρτυρία τους, που έστειλαν σε Έλληνες και ξένους- «εάν η Ελλάς στερηθή της υπερασπίσεως των συνόρων του Μακρυνόρους είναι σχεδόνα αδύνατον να μείνη ασφαλής».

Τελικά, ύστερα από Μαραθώνιο διπλωματικής διαδικασίας, η Υψηλή Πύλη δέχτηκε να παραχωρήση –να πωλήση μάλλον- την Ακαρνανία στην Ελλάδα με αντάλλαγμα 30 χιλιάδες πιάστρα και, στις 9 Ιουλίου 1832 στο Καλενδέρ Κιοσκ του σουλτάνου στο Βόσπορο, υπογράφηκε συνθήκη, σύμφωνα με την οποία η μεθοριακή γραμμή που άρχιζε από τον Αμβρακικό κόλπο, ανάμεσα από Κόπραινα και Μενίδι, άφηνε τα στενά του Μακρυνόρους στο Ελληνικό και τις αλυκές της Κόπραινας στο τούρκικο.

Έτσι, η χώρα απέκτησε τότε τα ποθούμενα, στην περιοχή αυτή, «ευφύλακτα σύνορα» που ήταν το Μακρυνόρος, το κλειδί και οι Θερμοπύλες της Δυτικής Ελλάδος».

Νίκος Χ. Τέλωνας

 

 

[1] Κάρολος Φρ. Πουκεβίλ «Ταξίδι στην Ελλάδα. Στερεά Ελλάδα-Αττική-Κόρινθος», εκδ. Αφων Τολίδη, Αθήνα, 1995, σελ.274

[2] David Urguhart the spirit of the Cast. Και Γιάννη Κραμπή «μολογάνε» βαλτινές ιστορίες, Αθήνα, 2008, σελ. 40-42

[3] W. Leake, «Η Αιτωλοακαρνανία 1805-1810», εφ. «Ελεύθερος» Αγρινίου, φύλλο της 6/2/1996

[4] Alfred Philippson, «Θεσσαλία και Ήπειρος. Ταξίδια και εξερευνήσεις», εκδ. Φιλολογικού  Ιστορικού και Λογοτεχνικού Συνδέσμου Τρικάλων

[5] Σπυρ. Κ. Σακαλή, «Ιστορικά της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος», Αθήνα, 2013, σελ.2,3

[6] Π. Αραβαντινός, «Χρονογραφία της Ηπείρου», Αθήνα, 1856, σελ.242

[7] Thomas Kazdon, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», μετάφραση: Φρίξος Βραχάς, σελ. 102-107.

[8] Γ. Φ. Χέρτσβεργ, «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», μετάφραση: Παύλου Καρολίδου, Αθήνα 1916, σελ. 132.

[9] Σπυρομήλιος «Απομνημονεύματα των αγωνιστών του ΄21, σελ. 99

Σωκρ. Τσιβανόπουλος «Ιστορία της Ελλάδος», Αθήνα 1886, σελ. 258

Γ. Φερεντίνος «Ιστορία της Ακαρνανίας», τόμος Δ, σελ. 438

Κ. Παπαρηγόπουλος «Σύνοψις της Ελληνικής Επαναστάσεως», Αθήνα, 1875, σελ. 53

[10] Ν.Χ.Τέλωνας, «Τα εν Καρβασαρά. Από της ενάρξεως του Ιερού Αγώνος έως της Απελευθερώσεώς του 1821-1829», Αμφιλοχία 2011, σελ.111

[11] Γ.Α.Κ. (Γενικά Αρχεία του Κράτους) «Περιεχόμενα των ΓΑΚ» τόμος 11ος, σελ. 62,77

[12] Εμμ. Πρωτοψάλτη «Πολιτική Ιστορία Νεωτέρας Ελλάδος», σελ. 90

Ντίνος Κονόμος «Ανέκδοτα κείμενα της Ελληνικής Επαναστάσεως 1822-1826», Αθήνα 1966, σελ. 128

[13] «Επιστολαί Ι. Δ. Καποδίστρια Κυβερνήτου της Ελλάδος γραφείσαι από 8 Απριλίου 1827 μέχρι 26 Σεπτεμβρίου 1831», Αθήνα, 1841, τόμος 1ος σελ. 91

[14] Επιστολαί Ι.Δ. Καποδίστρια ο.π. τόμος 2ος σελ. 349-350

[15] Επιστολαί Ι.Δ. Καποδίστρια ο.π. τόμος 2ος  σελ. 259-260

[16] Μιχ. Οικονόμου «Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», Αθήνα, 1976, σελ. 836

[17] Στεφ. Παπαδόπουλος, «Η επανάσταση στη Δυτική Ελλάδα», Θεσσαλονίκη, 1962, σελ. 203-204